λογοτέχνιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογοτέχνιδα οι λογοτέχνιδες
      γενική της λογοτέχνιδας των λογοτεχνίδων
λογοτέχνιδων
    αιτιατική τη λογοτέχνιδα τις λογοτέχνιδες
     κλητική λογοτέχνιδα λογοτέχνιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λογοτέχνιδα < λογοτέχνης + κατάληξη θηλυκού -ιδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λογοτέχνιδα θηλυκό

(επάγγελμα) η γυναίκα λογοτέχνης[1]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]