λοκαντιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λοκαντιέρης αρσενικό (θηλυκό: λοκαντιέρα)
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης πανδοχείου, ο διευθυντής του ή κάποιος υπάλληλος σ' αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λοκάντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λοκαντιέρης
|