λολίτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λολίτα | οι | λολίτες |
γενική | της | λολίτας | των | (λολιτών) |
αιτιατική | τη | λολίτα | τις | λολίτες |
κλητική | λολίτα | λολίτες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λολίτα < (άμεσο δάνειο) αγγλική lolita (< γυναικείο όνομα Lolita > Dolores) από τον ομώνυμο χαρακτήρα και τίτλου Λολίτα (Lolita) του αγγλόφωνου μυθιστορήματος του ρώσου Vladimir Nabokov.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λολίτα θηλυκό
- νεαρό κορίτσι που σκανδαλίζει, είναι επιθυμητό (ιδιαίτερα από άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας) και δραστήριο σεξουαλικά
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ονόματα χαρακτήρων (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)