λοστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λοστός οι λοστοί
      γενική του λοστού των λοστών
    αιτιατική τον λοστό τους λοστούς
     κλητική λοστέ λοστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λοστός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λοστός < αρχαία ελληνική λοῖσθος (στη σημασία: 'κοντάρι πλοίου')[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /loˈstos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λοστός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]