λοτόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λοτόμος < υλοτόμος με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λοτόμος αρσενικό