λουδοβίκειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουδοβίκειο τα λουδοβίκεια
      γενική του λουδοβίκειου των λουδοβίκειων
    αιτιατική το λουδοβίκειο τα λουδοβίκεια
     κλητική λουδοβίκειο λουδοβίκεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λουδοβίκειο του 1640

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λουδοβίκειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λουδοβίκειος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική louis d'or)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λουδοβίκειο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]