λουφατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- λουφατζής αρσενικό
- αυτός που αποφεύγει συστηματικά ανάληψη εργασίας, ή υπηρεσίας ιδιαίτερα στο στρατό, σε βάρος των συναδέλφων του
- αυτός που λουφάζει, μαζεύεται από φόβο ή αμηχανία και μένει σιωπηρός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λουφατζής
|