λούτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λούτσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λούτσα οι λούτσες
      γενική της λούτσας
    αιτιατική τη λούτσα τις λούτσες
     κλητική λούτσα λούτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λούτσα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης luža (λάκκος με νερό)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlu.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λού‐τσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λούτσα θηλυκό

  • (γεωγραφία) φυσική ή τεχνητή κοιλότητα στο έδαφος, όπου συγκεντρώνονται ποσότητες νερού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

λούτσα (τροπικό επίρρημα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]