λυκάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λυκάκι | τα | λυκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λυκάκι | τα | λυκάκια |
κλητική | λυκάκι | λυκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/7/79/Louveteau_debout_urine.jpg/220px-Louveteau_debout_urine.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυκάκι < λύκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυκάκι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του λύκος
- το μικρό του λύκου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)