λυκοφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυκοφιλία < αρχαία ελληνική λυκοφιλία < λύκος + -φιλία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυκοφιλία θηλυκό
- φιλία στην οποία και τα δύο μέρη κοιτάζουν πρώτα το ατομικό τους συμφέρον, επομένως είναι εύκολο να διαλυθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λυκοφιλία