λυράρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

λυράρη

  1. λυράρης, στη γενική του ενικού
  2. λυράρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. λυράρης, στην κλητική του ενικού