λυσίκομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λυσίκομος < λύω + κόμη
Επίθετο
[επεξεργασία]λυσίκομος
- Αυτός που έχει λυμένα, ξέπλεκα μαλλιά. Αυτός που δεν έχει χτενίσει τα μαλλιά του.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λυσίκομος
|