λόττο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λόττο < → δείτε τη λέξη λότο
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λόττο ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λόττο
|