λῆξις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. λῆξις < λαγχάνω
  2. λῆξις < λήγω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λῆξις

  1. η τοποθέτηση σε δημόσιο αξίωμα με κλήρο
  2. (νομικός όρος) έγγραφο που επιδιδόταν στον επώνυμο άρχοντα και περιείχε κατηγορία εναντίον άλλου ιδιώτη
     συνώνυμα: λῆξις δίκης, ἔγκλημα
  3. λῆξις τοῦ κλήρου: αίτηση για τη διεκδίκηση μιας κληρονομιάς από κάποιον που δεν είναι κατευθείαν απόγονος του νεκρού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λῆξις

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 890