μάντισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάντισσα θηλυκό
- αυτή που μαντεύει τα μελλούμενα, που προφητεύει
==Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάντισσα
|