μέδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μέδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *med- (μετρώ, συμβουλεύω) (συγγενικό με τα μεδέων, μέτρον, μέδιμνος, μήστωρ)

μέδω

  1. κυβερνώ
  2. προστατεύω, φροντίζω, σκέφτομαι για κάποιον
  3. προνοώ, μηχανεύομαι, επινοώ
  4. θυμάμαι, έχω κατά νου

Συγγενικά

[επεξεργασία]