μέσον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέσον < αρχαία ελληνική μέσον, ουδέτερο του μέσος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μέσον ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του μέσο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέσον
|