μήτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μήτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μήτε

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmi.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μή‐τε

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

μήτε συμπλεκτικός σύνδεσμος

  • συνδέει αρνητικά όμοιους όρους ή όμοιες προτάσεις
    να μην έρθει μήτε ο ένας μήτε ο άλλος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα