μίζερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmi.ze.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐ζε‐ρα
Επίρρημα
[επεξεργασία]μίζερα (τροπικό επίρρημα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μίζερα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μίζερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μίζερο