μίτινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίτινγκ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική meeting[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmi.tiŋɡ/ & /ˈmi.tiŋ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐τινγκ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μίτινγκ ουδέτερο άκλιτο
- επίσημη συνάντηση, συνήθως επαγγελματικού χαρακτήρα
- (αθλητισμός) μεμονωμένοι αγώνες, συνήθως μόνο ενός αγωνίσματος
- ※ Τη Δευτέρα (17/8), ο 23χρονος αθλητής θα δώσει το «παρών» σε μίτινγκ στην πόλη Μιεντζιζντρόγιε της Πολωνίας («Σε μίτινγκ της Πολωνίας αύριο (17/8) ο Χρυσανθόπουλος», 16 Αυγούστου 2020, amna.gr [1])
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)