μαδέρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /maˈðeɾ.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐δέ‐ρια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μαδέρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαδέρι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μαδέρια ουδέτερο