μαζεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maˈze.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ζεύ‐ο‐μαι
ομόηχο: μαζεύομε

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μαζεύομαι, π.αόρ.: μαζεύτηκα, μτχ.π.π.: μαζεμένος