μαθητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαθητεύω < λείπει η ετυμολογία

μαθητεύω

  • διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής
  • μαθαίνω μία τέχνη ή ένα επάγγελμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]