μαθός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαθός < από τη φράση "ο παθός, μαθός" < μετάπλαση του μαθών, μετοχής του μανθάνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαθός αρσενικό άκλιτο

  • αυτός που έμαθε

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ο παθός, μαθός και τα παθήματα, μαθήματα: δεν μαθαίνεις αν δεν πάθεις ή όταν πάθεις κάτι, μαθαίνεις να μην το επαναλάβεις

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]