μαινάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαινάς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαινάς (αρχαία σημασία: μαινάδα, γυναίκα μαινόμενη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαινάς θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαινάς αἱ μαινάδες
      γενική τῆς μαινάδος τῶν μαινάδων
      δοτική τῇ μαινάδ ταῖς μαινάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μαινάδ τὰς μαινάδᾰς
     κλητική ! μαινάς μαινάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαινάδε
γεν-δοτ τοῖν  μαινάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαινάς < μαίνομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαινάς θηλυκό

  1. γυναίκα σε κατάσταση μανίας, μαινόμενη
  2. (ελληνική μυθολογία) μία από τις Μαινάδες που συνόδευαν τον Διόνυσο
  3. (στον Πίνδαρο) αυτή που προκαλεί μανία
  4. (ελληνιστική σημασία) πόρνη