μαιτρέσσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαιτρέσσα οι μαιτρέσσες
      γενική της μαιτρέσσας
    αιτιατική τη μαιτρέσσα τις μαιτρέσσες
     κλητική μαιτρέσσα μαιτρέσσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαιτρέσσα < (λόγιο δάνειο) γαλλική maîtresse με μεταγραμματισμό προς τη γαλλική ορθογραφία + . Μορφολογικά αναλύεται σε μαιτρ (μετρ) + -έσσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /meˈtɾe.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τραίσ‐σα
ομόηχο: μετρέσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαιτρέσσα θηλυκό