μακεδονομάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακεδονομάχος αρσενικό
- άνθρωπος που έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακεδονομάχος
|