μακιαβελισμό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μακιαβελισμό
- μακιαβελισμός, στην αιτιατική του ενικού
μακιαβελισμό, ουδέτερο του μακιαβελισμός
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού