μακιγιέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Μακιγιέρ την ώρα της δουλειάς.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακιγιέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquilleur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μακιγιέρ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό μακιγιέζ)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μακιγιάζ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]