μακροβιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακροβιότητα < μακρόβιος + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακροβιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του μακρόβιου, το να ζει κανείς για πολλά χρόνια