μακροδομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροδομή οι μακροδομές
      γενική της μακροδομής των μακροδομών
    αιτιατική τη μακροδομή τις μακροδομές
     κλητική μακροδομή μακροδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακροδομή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική macrostructure, μακρο- + δομή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.kɾo.ðoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐κρο‐δο‐μή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μακροδομή θηλυκό, (νεολογισμός)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη δομή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]