μακροκοσμικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

μακροκοσμικά < μακροκοσμικός < μακρόκοσμος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μακροκοσμικά και μακροκοσμικώς

  • εξετάζοντας μια κατάσταση από μακροκοσμική σκοπιά, συνολικά, σφαιρικά, βλέποντας τα πράγματα σαν τμήμα του σύμπαντος ή γενικά σαν τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, απελευθερώνοντάς τα από τη στενή έννοια της συγκεκριμένης χωροχρονικής περίστασης ή ύπαρξης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μακροκοσμικά