μακροκοσμικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]μακροκοσμικά < μακροκοσμικός < μακρόκοσμος
Επίρρημα
[επεξεργασία]μακροκοσμικά και μακροκοσμικώς
- εξετάζοντας μια κατάσταση από μακροκοσμική σκοπιά, συνολικά, σφαιρικά, βλέποντας τα πράγματα σαν τμήμα του σύμπαντος ή γενικά σαν τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, απελευθερώνοντάς τα από τη στενή έννοια της συγκεκριμένης χωροχρονικής περίστασης ή ύπαρξης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακροκοσμικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μακροκοσμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακροκοσμικό