μακρομόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μακρομόριο τα μακρομόρια
      γενική του μακρομορίου
μακρομόριου
των μακρομορίων
    αιτιατική το μακρομόριο τα μακρομόρια
     κλητική μακρομόριο μακρομόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακρομόριο < μακρο- + -μόριο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μακρομόριο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]