μακρυνάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μακρυνάρι | τα | μακρυνάρια |
γενική | του | μακρυναριού | των | μακρυναριών |
αιτιατική | το | μακρυνάρι | τα | μακρυνάρια |
κλητική | μακρυνάρι | μακρυνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακρυνάρι ουδέτερο
- παρωχημένη γραφή του μακρινάρι