μακρόθυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακρόθυμος < αρχαία ελληνική μακρόθυμος (υπομονετικός) < μακρός + θυμός
Επίθετο
[επεξεργασία]μακρόθυμος, -η, -ο
- που δείχνει υπομονή και ανεκτικότητα απέναντι σε σφάλματα και ελαττώματα των άλλων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακρόθυμος
|