μακρόχειρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακρόχειρ < μακρύς + χείρ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

μεσαιωνικά ελληνικά:

νέα ελληνικά: