μαλάγρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαλάγρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαλάγρα θηλυκό

  • μείγμα από διάφορα υλικά που ρίχνουν οι ψαράδες στο νερό προκειμένου να προσελκύσουν τα ψάρια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]