μαλακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.laˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐λα‐κή
- ομόηχο: μαλακοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαλακή
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαλακή
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαλακός