μαλλιοκέφαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαλλιοκέφαλα < μαλλί και κεφάλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαλλιοκέφαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (λαϊκότροπο) λέξη που χρησιμοποιειται στη φράση πλήρωσα τα μαλλιοκέφαλά μου για κάποια ιδιαίτερα ακριβή αγορά ή πληρωμή για παροχή υπηρεσιών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]