μαμαλίγκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαμαλίγκα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαμαλίγκα θηλυκό

  • είδος φτωχής πίτας από σιτάλευρο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]