μανδύα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανδύα, δάνειο, ίσως από την περσική γλώσσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μανδύα και μανδύη, θηλυκό και μανδύας ή μανδύης αρσενικό