μανταλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανταλώνω < μάνταλο

μανταλώνω

  1. χρησιμοποιώ το μάνταλο για να ασφαλίσω την πόρτα ή το παράθυρο
  2. κλειδώνω κάποιον, φροντίζω ώστε να είναι καλά κλεισμένος κάποιος σε εσωτερικό χώρο
    κλειδώνω, μανταλώνω, κι ο κλέφτης είναι μέσα (παραδοσιακό αίνιγμα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]