μαξιλάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαξιλάρωμα < μαξιλαρώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαξιλάρωμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) το πέταγμα στη σκηνή θεάτρου των μαξιλαριών που υπήρχαν στα καθίσματα των θεατών όταν δεν τους άρεσαν οι καλλιτέχνες ή το έργο
- μαξιλαροπόλεμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαξιλαροπόλεμος