μαξιλαρομάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαξιλαρομάνα οι μαξιλαρομάνες
      γενική της μαξιλαρομάνας
    αιτιατική τη μαξιλαρομάνα τις μαξιλαρομάνες
     κλητική μαξιλαρομάνα μαξιλαρομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαξιλαρομάνα < μαξιλλαρομάννα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαξιλαρομάνα αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Β΄, Εκδ. Πελεκάνος, Τυπογραφ. Π.Α. Πετράκου, 1909 [1]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]