μαξιλαρομάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαξιλαρομάνα | οι | μαξιλαρομάνες |
γενική | της | μαξιλαρομάνας | — | |
αιτιατική | τη | μαξιλαρομάνα | τις | μαξιλαρομάνες |
κλητική | μαξιλαρομάνα | μαξιλαρομάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαξιλαρομάνα < μαξιλλαρομάννα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαξιλαρομάνα αρσενικό
- (παρωχημένο) το μεγάλο μαξιλάρι που απλώνεται κατά μήκος του προσκέφαλου και λεγόταν επίσης προσκεφαλάδα, μαξιλάρα[1]
Αναφορές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαξιλαρομάνα
|