μαρίμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρίμπα | οι | μαρίμπες |
γενική | της | μαρίμπας | — | |
αιτιατική | τη | μαρίμπα | τις | μαρίμπες |
κλητική | μαρίμπα | μαρίμπες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρίμπα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maˈɾim.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ρί‐μπα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρίμπα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) κρουστό όργανο αφρικανικής προέλευσης που μοιάζει με ξυλόφωνο, με ξύλινα ηχεία κάτω από κάθε πλακέτα που παράγει ήχο. Παίζεται με μπαγκέτες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)