μαραθωνοδρόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαραθωνοδρόμος < μαραθώνιος + -ο- + δρόμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαραθωνοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαραθωνοδρόμος