μαραμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαραίνω και μαραίνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]μαραμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μαραίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαραμένος
|