μαργαριταρένια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maɾ.ɣa.ɾi.taˈɾe.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐γα‐ρι‐τα‐ρέ‐νια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαργαριταρένια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαργαριταρένιος
- (ουσιαστικοποιημένο, χαϊδευτική προσφώνηση) αχ, μαργαριταρένια μου!
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαργαριταρένιο, ουδέτερο του μαργαριταρένιος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μαργαριταρένια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαργαριταρένιος
- → ζητούμενο λήμμα