μαρκαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαρκάρω
Μετοχή
[επεξεργασία]μαρκαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μαρκάρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαρκαρισμένος
|