μαρμαροθέτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρμαροθέτημα ουδέτερο
- η καλυμμένη με μαρμάρινες πλάκες σε διάφορους σχηματισμούς και σχέδια επιφάνεια (τοίχου, δαπέδου κ.λπ.)
- (λόγιο) μωσαϊκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαρμαροθέτημα
|